-
1 ἐπικεύθω
A conceal, hide, always with a neg.,ἐρέω ἔπος οὐδ' ἐπικεύσω Il.5.816
;πρόφρων ὑποθήσομαι οὐδ' ἐπικεύσω Od.5.143
; εἰπέ μοι.. νημερτέαμηδ' ἐπικεύσῃς 15.263
; , cf. 17.141: and in A.Ag. 800 (anap.), c. acc., οὔ σ' ἐπικεύσω I will not hide it from thee, cf. A.R.3.332.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικεύθω
См. также в других словарях:
επικεύθω — ἐπικεύθω (Α) (πάντ. με άρν.) κρύβω, κρατώ μυστικό («τῷ τοι... ἐρέω ἔπος, ούδ’ ἐπικεύσω», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κεύθω «καλύπτω, αποκρύπτω»] … Dictionary of Greek